Λόος, Άντολφ

Λόος, Άντολφ
(Adolf Loos, Μπρνο Μοραβίας 1870 – Βιέννη 1933). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρέμεινε τρία χρόνια (1893-96) και επηρεάστηκε βαθιά από την πρωτότυπη αντίληψη του χώρου ορισμένων Αμερικανών αρχιτεκτόνων, οι οποίοι ανήκαν στη σχολή του Σικάγο. Επιστρέφοντας στη Βιέννη, με μια σειρά μελετών, στράφηκε εναντίον του Νέου Ρυθμού που κέρδιζε ολοένα περισσότερο έδαφος στην Ευρώπη. Στα αρχιτεκτονικά του έργα εμφανίστηκε ως πρόδρομος του ορθολογισμού, τόσο στη σύνθεση των κατόψεων και στη διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου, όσο και στη ρυθμολογική διατύπωση που συνδεόταν απόλυτα με τις αισθητικές του αρχές. Η περίφημη κατοικία Στάινερ στη Βιέννη (1910) αποτέλεσε το έργο με το οποίο πραγματοποίησε την είσοδό του στον ορθολογιστικό χώρο, σηματοδοτώντας παράλληλα την έναρξη του ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Άλλα αξιόλογα έργα του είναι η έπαυλη Κάρμα στη λίμνη της Γενεύης (Μοντρέ, 1904), η κατοικία Τριστάν Τζαρά στο Παρίσι (1926) και η κατοικία Μούλερ στην Πράγα (1930), κτίρια για τα οποία μελέτησε τη διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου και την επίπλωση, αντιμετωπίζοντας τη λειτουργία της αρχιτεκτονικής στο σύνολό της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόπιους, Βάλτερ — (Walter Gropius, Βερολίνο 1883 – Λίνκολν, Μασαχουσέτη 1969).Γερμανός αρχιτέκτονας και θεωρητικός. Υπήρξε ο ιδρυτής του Μπάουχαους (Bauhaus). Καταγόταν από οικογένεια στην οποία το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελούσε παράδοση. Παρακολούθησε πρώτα …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • Νόιτρα, Ρίτσαρντ Τζόζεφ — (Richard Joseph Neutra, Βιέννη 1892 – Βούπερταλ, Γενεύη 1970). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αυστριακής καταγωγής, μαθητής του Ότο Βάγκνερ και του Άντολφ Λόος, συνεργάστηκε στην Ευρώπη με τον Γκρόπιους και τον Μέντελσον. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”